- ἡμιμεθής
- ἡμιμεθήςhalf-drunkmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιμεθής — ἡμιμεθής, ές (Α) σχεδόν μεθυσμένος, μισομεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μέθη] … Dictionary of Greek
ἡμιμεθεῖ — ἡμιμεθής half drunk masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡμιμεθής half drunk masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμεθεῖς — ἡμιμεθής half drunk masc/fem acc pl ἡμιμεθής half drunk masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιμέθυσος — ἡμιμέθυσος, ον (Α) ημιμεθής … Dictionary of Greek